- ταβιστοκίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) βασικό φωσφορικό ορυκτό τού αργιλίου και τού ασβεστίου, λευκού χρώματος, που κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tavistockite < Tavistock, περιοχή τής Αγγλίας + κατάλ. -ite].
Dictionary of Greek. 2013.